- απροχώρητος
- [апрохоритос] επ непродвинувшийся.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
απροχώρητος — η, ο (Μ ἀπροχώρητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει προχωρήσει ή δεν μπορεί να προχωρήσει 2. το ουδ. ως ουσ. το απροχώρητο έπακρο ή αδιέξοδο μσν. ο χωρίς παραχώρηση … Dictionary of Greek
απροχώρητος — η, ο αυτός που δεν προχώρησε ή δεν μπορεί να προχωρήσει: Ήταν στενοχωρημένος, γιατί η δουλειά έμεινε απροχώρητη. Το ουδ. ως ουσ., το απροχώρητο το σημείο πέρα από το οποίο δεν μπορεί κανείς να προχωρήσει, το αδιέξοδο: Τα πράγματα έφτασαν πια στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)